- πανουκλιάρης
- -α, -ικο1. ο προσβεβλημένος από πανούκλα2. ως ουσ. μτφ. άσχημος και μοχθηρός άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πανούκλα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωρ-ιάρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανουκλιάρης, -α, -ικο — αυτός που έπαθε πανούκλα, ο άρρωστος από πανούκλα: Όλοι οι πανουκλιάρηδες νοσηλεύονται σε ειδικό νοσοκομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek